Στην Κύπρο, η ενσωμάτωση των ΤΠΕ έγινε αρχές της δεκαετίας του
90’. Εκείνη την περίοδο, εισήχθη το μάθημα των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών στη
μέση εκπαίδευση (α’ λυκείου) και διδασκόταν για ενάμιση μόνο τρίμηνο, ένα
σαρανταπεντάλεπτο την εβδομάδα. Στόχος ήταν η κατάκτηση τεχνικών γνώσεων και δεξιοτήτων χρήσης Η/Υ. Ήταν αυτό που η Karayianni (2011) ορίζει ως τεχνοκρατικό μοντέλο ενσωμάτωσης. Πέραν από το μάθημα, δε
γινόταν χρήση Η/Υ στα υπόλοιπα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα άλλων γνωστικών
αντικειμένων.
Ανοίγω μία παρένθεση εδώ για να πω ότι εκείνη την περίοδο, θεωρούσα
την ενασχόλησή μου με τους Η/Υ ως ψυχαναγκαστικό έργο. Τη γλώσσα
προγραμματισμού logo δε που διδασκόμασταν την έβλεπα ως ένα από τα πιο ανιαρά και
αχρείαστα πράγματα που έκανα παρά τη θέλησή μου! Παρόλο που μπορώ να πω ότι τη διδάχτηκα πάρα
πολύ καλά – ακόμα θυμάμαι κάποιες εντολές έστω κι αν πέρασαν 17 χρόνια – η μόνιμή
μου απορία που ακόμα ισχύει είναι σε τι μου χρησίμευσε εμένα αυτό το πακέτο
γνώσεων! Ο ψηφιακός γραμματισμός που
επιδίωκε το πιο πάνω μοντέλο ενσωμάτωσης – που ακόμα βρίσκεται σε ισχύ στη μέση
εκπαίδευση – φαίνεται ότι στην περίπτωσή μου μετατράπηκε σε ψηφιακό
αναλφαβητισμό, μέχρι που πήγα στο Πανεπιστήμιο και αναγκάστηκα να «συμμορφωθώ»
με την τεχνολογία!
Μετά από κάποια χρόνια, έγινε ενσωμάτωση των ΤΠΕ και στη δημοτική
εκπαίδευση. Η υποδομή σε επίπεδο υπουργείου πλέον υπήρχε, ωστόσο έπρεπε τα
δημοτικά σχολεία να εξοπλιστούν καταλλήλως. Ακολουθήθηκε παρόμοια πολιτική με
την ενσωμάτωση των ΤΠΕ στη μέση εκπαίδευση, με τη μόνη διαφορά πως υιοθετήθηκε
εντελώς διαφορετικό μοντέλο ενσωμάτωσης – το λεγόμενο «ανθρωπιστικό» (Karayianni, 2011). Ανεξαρτήτως
του διαφορετικού μοντέλου ενσωμάτωσης, πάλι ήταν απαραίτητη η σωστή προεργασία
και εφαρμογή των ΤΠΕ και ακολουθήθηκε κοινή πορεία με αυτή της μέσης
εκπαίδευσης. Οι ΤΠΕ στη δημοτική – ακόμα και σήμερα – χρησιμοποιούνται
πρωτίστως ως εργαλείο για βελτίωση της διδασκαλίας και μάθησης. Εξαίρεση
αποτελούν τα υποχρεωτικά ολοήμερα σχολεία, όπου γίνεται συνδυασμός των δύο
μοντέλων: υπάρχει από τη μια ξεχωριστό μάθημα Η/Υ δύο φορές εβδομαδιαίως, από
την άλλη η τεχνολογία διαχέεται (χρησιμοποιείται εμβόλιμα) σε όλα τα γνωστικά
αντικείμενα για να στηρίξει και να υποβοηθήσει τη μάθηση.
Σε ένα ανθρωπιστικό
μοντέλο ενσωμάτωσης, σαν αυτό που εφαρμόζεται στα δημοτικά της Κύπρου, μία από
τις πολλαπλές προκλήσεις είναι να χρησιμοποιείται η τεχνολογία από τους
εκπαιδευτικούς και με τρόπο που να γίνεται εξατομίκευση της διδασκαλίας όπου
χρειάζεται και να ανταποκρίνεται η διδασκαλία στα ποικίλα στιλ μάθησης που
υπάρχουν μέσα σε μια τάξη.

Οι Karayianni
& Charalambous (2004) διεξήγαγαν
έρευνα για να διερευνήσουν ποιο μοντέλο ενσωμάτωσης των ΤΠΕ υιοθετήθηκε στη
δημοτική εκπαίδευση και να εντοπίσουν κάποιους παράγοντες που επηρεάζουν την
πρακτική του εφαρμογή. Τα ευρήματά τους έδειξαν τη διάσταση που προκύπτει
ανάμεσα στη πολιτική ενσωμάτωσης των ΤΠΕ και την πρακτική τους εφαρμογή. Συγκεκριμένα,
φάνηκε ότι η χρήση τεχνολογίας από τους εκπαιδευτικούς ήταν πολύ περιορισμένη,
υπήρχε ανεπάρκεια εκπαιδευτικών λογισμικών και αναντιστοιχία ανάμεσα στα
υπάρχοντα λογισμικά και στους στόχους του αναλυτικού προγράμματος, Επιπλέον, ο
αριθμός υπολογιστών ανά τάξη ήταν περιορισμένος και η επιμόρφωση του προσωπικού
δεν ήταν ικανοποιητική. Μια δεκαετία αργότερα - με την εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση εν πλω – μέχρι στιγμής διαφαίνεται ότι οι πιο πάνω προκλήσεις δεν έχουν
διευθετηθεί αποτελεσματικά. Το μόνο σίγουρο είναι πώς στα νέα αναλυτικά προγράμματα
σύμφωνα με την Karayianni
(2011) δε διασφαλίζεται η ενσωμάτωση της
τεχνολογίας σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα αφού απουσιάζουν οι αναφορές σε
ξεκάθαρους στόχους, με αποτέλεσμα να επαναληφθεί ό,τι και στο παρελθόν.
Προσωπικά πιστεύω,
ότι ξεφεύγοντας από το ποιο μοντέλο ενσωμάτωσης εφαρμόζεται σε κάθε βαθμίδα
εκπαίδευσης και ποια φιλοσοφία κρύβεται πίσω από την αντίστοιχη υιοθέτησή του,
οι προκλήσεις για την τεχνολογία γενικότερα είναι ποικίλες και εδράζονται σε
διαφορετικά επίπεδα. Μπορεί οι ΤΠΕ να μην έχουν να αντιμετωπίσουν την αρνητική
κουλτούρα που επικρατούσε σε παλαιότερες εποχές και σήμερα να καθοδηγούν τις
εξελίξεις, ωστόσο υπάρχουν πρωταγωνιστές στο χώρο της εκπαίδευσης που
εξακολουθούν να υιοθετούν αρνητικές προς την τεχνολογία στάσεις. Ως αποτέλεσμα,
επηρεάζεται ο βαθμός και η ποιότητα εφαρμογής της. Θεωρώ ότι πρωτίστως είναι
απαραίτητη η επιμόρφωση όλων των εμπλεκόμενων με την εκπαίδευση φορέων, ώστε
μακροπρόθεσμα να αλλάξουν οι στάσεις των “τεχνολογικών μεταναστών”. Από την
άλλη, δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι η χρήση τεχνολογίας από τα παιδιά,
παρόλο που ζουν και αλληλεπιδρούν με την κοινωνία της γνώσης και
συμπεριφέρονται ως “τεχνολογικοί αυτόχθονες” καλλιεργεί και τις απαραίτητες
προς αυτή θετικές στάσεις. Αντιθέτως,
τίποτα δεν πρέπει να εκλαμβάνεται δεδομένο.
Η πιο ισχυρή ωστόσο
πρόκληση από τη δική μου σκοπιά, είναι να συγκεραστούν οι διαφωνίες που
υπάρχουν σχετικά με το ποιο από τα δύο προαναφερθέντα μοντέλα ενσωμάτωσης είναι
καταλληλότερο και να υιοθετηθεί ένα συνδυαστικό μοντέλο. Υπό αυτές τις συνθήκες
θα καλλιεργηθεί από τη μια ο λειτουργικός τεχνολογικός γραμματισμός που έχει
τεθεί και ως απαραίτητη δεξιότητα από την ΕΕ και από την άλλη να αναβαθμιστούν
ποιοτικά τα γνωστικά αντικείμενα με τη χρήση της τεχνολογίας ως εργαλείο
μάθησης και οικοδόμησης της γνώσης.
ΠΗΓΕΣ:
Karagiorgi, Y.
(2011). Locating ICT for primary education in a reformed Greek-Cypriot national
curriculum: A documentary analysis approach. Education and Information Technologies.
Karagiorgi, Y. &
Charalambous, K. (2004).Curricula considerations in ICT integration: models and
practices in Cyprus. Education and
Information Technologies, 9 (1), pp.21-35.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου